- ανθοστρώνω
- στρώνω με άνθη, ραίνω με άφθονα άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθόστρωτος — η, ο 1. στρωμένος με άνθη, ανθόσπαρτος 2. ευτυχισμένος, καλότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοστρώνω. Η λ. μαρτυ ρείται από το 1866 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα] … Dictionary of Greek